- φουσκομάγουλος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει φουσκωμένα μάγουλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ-ώνω + συνδ. φωνήεν -ο- + μάγουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουσκομάγουλος — η, ο αυτός που έχει φουσκωμένα μάγουλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσίγναθος — ο / φυσίγναθος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υδρόβιων αγάμων τής Άπω Ανατολής και τής Αυστραλίας αρχ. (κωμική λέξη για βάτραχο) φουσκομάγουλος, φουσκομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τις λ. φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» και γνάθος. Η λ. ως … Dictionary of Greek
φλάσκας — ο άνθρωπος που έχει φουσκωμένα μάγουλα σαν φλάσκα (βλ. λ.), ο φουσκομάγουλος: Έγινε φλάσκας ο γιος της με τόσο φαΐ που τον ταΐζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)